- λεπιδόφυλλος
- -η, -οβοτ.1. (για φυτό) αυτό που έχει φύλλα όμοια με λέπια.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lepidophyllous < lepido- (< λεπίς, -ίδος) + -phyllous (< -φυλλος < φύλλον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.